ἐνδιδόντας

ἐνδιδόντας
ἐνδίδωμι
give in
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • NOE — Latine tessatio, vel requies. Unde Hesychius: Νῶε, ἀνάπαυσις, (ideoque ridicule Suidas: Νῶε, ὄνομα κύριον, παρὰ τὸ νῶ, τὸ κολυμβῶ, scil. quod in arca inclusus, in mediis aquis antârit) fil. Lamech, natua A. M. 1057. vir Deo gratus, quem, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”